Πολωνία

Άρθρο του Γιώργου Μιχαήλ

Η ιστορία είναι ο κινητήριος μοχλός των παλιρροιών του χρόνου.

H διαφορά της σημερινής Ελλάδας από την Πολωνία του 1990 είναι ελάχιστη. Μια χώρα για τον έλεγχο της οποίας ξεκίνησε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Μια χώρα για τον έλεγχο της οποίας παραλίγο να ξεκινήσει ένας νέος πόλεμος, μετά το τέλος του δεύτερου παγκόσμιου. Μια χώρα με σχεδόν τριπλάσια έκταση και πληθυσμό από την Ελλάδα. Ωστόσο το έδαφος, η μορφολογία και η θέση της Πολωνίας είναι καίρια. Είναι μια χώρα με εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα άνθρακα και πετρελαίου, η οποία μπορεί να θρέψει τον πληθυσμό της, να εξάγει προϊόντα και να ελέγξει ταυτόχρονα ένα πολύ σημαντικό γεωπολιτικό χώρο. Την είσοδο της Βαλτικής θάλασσας.

Αυτοί ήταν οι λόγοι για τους οποίους οι μεγάλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις θυσίασαν στρατιώτες και πόρους για να την κατακτήσουν. Ναι, να την κατακτήσουν. Γιατί καμιά χώρα δεν ενδιαφέρθηκε για τον λαό της Πολωνίας παρά μόνο για την εκμετάλλευσή της.

Μετά το 1945 περιέπεσε στον έλεγχο της Σοβιετικής Ένωσης ως το 1990. Η Σοβιετική Ένωση παρέδωσε μια κατεστραμένη χώρα στις δυνάμεις του λεγόμενου δυτικού κόσμου. Μια χώρα πνιγμένη από την ανεργία, τη φτώχεια και την κατάθλιψη. Μια χώρα στραγγισμένη από την απληστία ενός ανηλεούς θηρίου όπως η Σοβιετική Ένωση.

28 χρόνια χρειάστηκαν για να ξεπεράσει το κατακεφαλήν εισόδημα της Πολωνίας αυτό της Ελλάδας. Ένα κατακεφαλήν εισόδημα το οποίο στην Ελλάδα, ωστόσο, έχει μειωθεί τουλάχιστον 50% τα τελευταία 10 χρόνια. Σήμερα η Πολωνία αναπτύσσεται και φυσικά θα συνεχίσει να αναπτύσσεται. Πολλές ξένες επιχειρήσεις έχουν εισρεύσει και έχουν επενδύσει τεράστια ποσά στην οικονομία της Πολωνίας.

Η ανάπτυξη αυτή έχει αυξήσει το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού της, ωστόσο η κρίση ταυτότητας και η εισροή ξένου κεφαλαίου σε υψηλό ποσοστό μπορεί να αποδειχθούν μοιραία για ένα βαθιά θρησκευόμενο, προοδευτικό και ανταγωνιστικό έθνος, όπως ήταν το Πολωνικό έθνος πριν την εισβολή Γερμανίας και Ρωσίας το 1939.

Ο χρόνος είναι αυτός ο οποίος θα καθορίσει και την εξέλιξη της χώρας αυτής. Το μόνο σίγουρο είναι πως η Ελλάδα βαδίζει στον ίδιο δρόμο στον οποίο βάδισε η Πολωνία μετά το 1939 και ως το 1990. Κατεστραμμένη οικονομία, ανεργία, κατεστραμμένες οικογένειες και μοιραία μια τεράστια ηθική και συναισθηματική πτώση.

Η θλίψη για την φρικτή σημερινή κατάσταση της χώρας μας είναι δυστυχώς αβάσταχτη. Ωστόσο, για την Ελλάδα, δεν προβλέπεται ανάσταση. Γιατί η Ευρωπαική Ένωση αντιμετωπίζει την Ελλάδα όπως αντιμετώπιζε την Πολωνία η Σοβιετική Ένωση. Η Ελλάδα, ωστόσο, δεν διαθέτει την έκταση και τη μορφολογία εδάφους της Πολωνίας. Διαθέτει όμως κάτι άλλο. Πολύ ικανό ανθρώπινο δυναμικό. Και φυσικά η θέση της είναι καίρια όσον αφορά την απορρόφηση των ανεπιθύμητων, από τις άλλες χώρες της ΕΕ, μεταναστών. Και η ΕΕ θα συνεχίζει να στραγγίζει ό,τι μπορεί από την Ελλάδα και για όσο χρονικό διάστημα θα μπορεί να το κάνει, θα συνεχίσει ασταμάτητη.

Από την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ και την ΕΕ πέρασαν 40 χρόνια. Αυτά τα 40 χρόνια ήταν τα πιο καταστρεπτικά στην ιστορία του Ελληνικού έθνους. Γιατί πάνω από όλα έχουμε απωλέσει την ελευθερία μας. Καλούμαστε ελεύθερο κράτος χωρίς να είμαστε. Γιατί δεν μπορεί να υπάρξει ελεύθερο κράτος με τους περιορισμούς τους οποίους μας έχουν επιβάλει και την ανεργία σταθερά πάνω από το 25%. Έχουμε καταντήσει οι παρείσακτοι της Ευρώπης χωρίς να το αξίζουμε. Χωρίς ασφάλεια. Χωρίς δικαιώματα. Χωρίς περηφάνεια. Ελληνικό κράτος, οικονομική ζωή και Έλληνες έχουν σχεδόν μετατραπεί σε κάτι άλλο το οποίο δεν ταιριάζει με την υπόστασή τους, την καρδιά και την ψυχή τους. Με ανεπαίσθητο τρόπο κάθε ημέρα ξεχωριστά μας αποσπούν και ένα κομμάτι από το σώμα μας. Γιατί έτσι πρέπει να βλέπουμε την Ελλάδα με τα μάτια της ψυχής μας. Σαν ένα σώμα. Ένα σώμα του οποίου ο κάθε ένας ξεχωριστά αποτελεί ένα μέλος του και όλοι μαζί αποτελούμε τα μέλη του. Και ένα σώμα για να μπορέσει να λειτουργήσει σωστά χρειάζεται όλα τα μέλη του ενεργά και δυνατά. Αλλά είναι πλέον ξεκάθαρο. Δεν θέλουν την Ελλάδα δυνατή. Δεν θέλουν τους Έλληνες να εργάζονται για την πατρίδα τους. Δεν θέλουν τους Έλληνες ανταγωνιστικούς. Θέλουν μόνο την αποδυνάμωσή μας για να μας στραγγίξουν ώσπου να αφήσουμε την τελευταία μας πνοή. Αυτή τη χάρη όμως δεν πρέπει να τους την κάνουμε. Όσες ψυχικές δυνάμεις μάς απόμειναν πρέπει να τις αντλήσουμε για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε.

Πρέπει να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε τους ίδιους τους εαυτούς μας και να πιστέψουμε στις δυνάμεις μας. Και είναι σίγουρο πως μετά από αυτή την προσπάθεια, η ευτυχία και η ελπίδα θα ακολουθήσουν.